- σπουδαιότατα
- σπουδαῑότατα , σπουδαῖοςin hasteadverbial superlσπουδαῑότατα , σπουδαῖοςin hasteneut nom/voc/acc superl pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Βέγιο — Αρχαίο πόλη των Ετρούσκων, 15 χλμ. ΒΔ της Ρώμης. Οι αρχαίοι Έλληνες την έλεγαν Βήιοι. Υπάρχουν ίχνη οικισμών του πολιτισμού της Βιλανόβα, από την εποχή του σιδήρου. Αργότερα όμως παρουσίασε σημαντική ανάπτυξη και έφτασε στη μεγαλύτερη ακμή της… … Dictionary of Greek
σιένα — (Siena). Πόλη (57 745 κάτ.) της Ιταλίας, πρωτεύουσα της ομώνυμης επαρχίας (3821 τ. χλμ.), στην Τοσκάνη, από τις πλουσιότερες της χώρας σε καλλιτεχνικούς θησαυρούς. Στα τείχη που την περιβάλλουν σώζονται άθικτες σχεδόν οι αρχαίες πύλες. Αν και από … Dictionary of Greek
σπουδαίος — α, ο / σπουδαῑος, αία, ον, ΝΜΑ 1. (για πρόσ. και για πράγμ.) άξιος μεγάλης προσοχής, σημαντικός, εξαίρετος (α. «σπουδαίος άνθρωπος» β. «σπουδαίο έργο» γ. «οὐδὲ ἐν ἴσαις τιμαῑς διαγορευόμενοι φαῡλοι καὶ σπουδαῑοι», Πλάτ. δ. «δώρον οὐ σπουδαῑον εἰς … Dictionary of Greek
Ασσούρ — I O ανώτατος θεός των Ασσυρίων, προστάτης των Ασσυρίων βασιλέων. Εικονίζεται άλλοτε με μορφή φτερωτού ηλιακού δίσκου από τον οποίο προβάλλει το σώμα πολεμιστή που ρίχνει με τόξο και άλλοτε όρθιος πάνω σε δύο μυθικά ζώα φορώντας κράνος με κέρατα… … Dictionary of Greek
Ασσύριοι — Αρχαίος σημιτικός λαός εγκατεστημένος στη Μεσοποταμία κατά μήκος του βόρειου τμήματος του Τίγρη και των δύο παραποτάμων του, του Μεγάλου και του Μικρού Ζαμπ. Το ασσυριακό τρίγωνο –όπως αποκαλείται η περιοχή– προστατευόταν από οχυρά και από το… … Dictionary of Greek
Βέγγος, Θανάσης — (Φάληρο 1927 –). Ηθοποιός. Χαρισματικός όσο και δημοφιλής πρωταγωνιστής, του οποίου το όνομα συνδέθηκε για πολλά χρόνια με την ταχύτητα και το τρέξιμο, που αποτελούσε εξάλλου βασικό στοιχείο των ταινιών του. Καθιερώθηκε ως κωμικός, προωθώντας… … Dictionary of Greek
Ιωάννης ο Ευαγγελιστής — (1ος αι. μ.Χ.).Γιος του Ζεβεδαίου και αδελφός του Ιακώβου, είχε προσχωρήσει αρχικά στη θρησκευτική κίνηση του Ιωάννη του Βαπτιστή –αν και αυτό δεν είναι βέβαιο– και αργότερα ακολούθησε τον Ιησού. Οι πληροφορίες που αφορούν τη ζωή του προέρχονται… … Dictionary of Greek
Κάμπουε — (Kabwe). Πόλη (213.800 κάτ. το 2002) της Ζάμπια και πρωτεύουσα του διαμερίσματος της Κεντρικής Ζάμπια (94.394 τ. χλμ., 1.006.766 κάτ. το 2000). Βρίσκεται σε απόσταση 100 χλμ. Β της πρωτεύουσας Λουσάκα, με την οποία συνδέεται σιδηροδρομικώς.… … Dictionary of Greek
Ρωσία — H Pωσική Oμοσπονδία αποτελεί το μεγαλύτερο σε έκταση κράτος της γης. Tα σύνορά της ξεκινούν από την Eυρώπη, καλύπτουν όλη την Aσία και φτάνουν στην Άπω Aνατολή. Bόρεια και ανατολικά βρέχεται από τον Aρκτικό και τον Eιρηνικό Ωκεανό και στα δυτικά… … Dictionary of Greek
Χάρκουρτ, σερ Ουίλιαμ - Τζορτζ- Γκράνβιλ - Βέρνον — (Harcourt, 1827 – 1904). Άγγλος πολιτικός. Το 1866 εξελέγη για πρώτη φορά βουλευτής της Οξφόρδης και μετά από μια διετία διορίστηκε καθηγητής του διεθνούς δικαίου στο πανεπιστήμιο του Καίμπριτς. Το 1873 έγινε γενικός εισαγγελέας και μετά από μια… … Dictionary of Greek